Αμαλία Τσακνιά – Μικρό Περιστατικό Ανάγνωσης


Ποια είναι αυτή η παράξενη δόνηση που μας κάνει να παραμείνουμε αναγνώστες ενός ποιήματος, να διαβάσουμε και να ξαναδιαβάσουμε τους στίχους του, να σκύψουμε με οικειότητα στα νοήματά του;
Ποτίζουμε και ξαναποτίζουμε τα μάτια μας με λόγο ικανό και μια θέρμη χαράς σαν κουβέντα σε φίλο γεννιέται μέσα μας: «πολύ καλή ποίηση».
Κάπως έτσι αντάμωσα κι εγώ με την ποίηση της Αμαλίας Τσακνιά.
Ποίηση με χαμηλόφωνες τις αναζητήσεις και τα ερωτηματικά της, όπως χαμηλοφώνως θα ακούγονταν ο λόγος της σε μια συζήτηση ανάμεσα σε δυο, ένα «γιατί;» ανάμεσα σε δυο...  


Δεν ήμουνα πια εγώ.

ο άνεμος έσβησε τ’ αχνάρια μου

απ’ τη μνήμη σου

για πάντα.

Τι έφταιξε;

ίσως που δεν άκουσες ποτέ

τον ήχο της φωνής μου

ίσως αυτή χαράζεται βαθύτερα

δεν ξέρω.

Μίλησες

για τον καιρό

το τελευταίο ναυάγιο

και τη γρίπη.

Κι εγώ που ήρθα εδώ

σαν να μην είχα λείψει

ούτε ένα βράδυ.


******


Η πόλη

Η πόλη δεν κοιμάται τις νύχτες
κουλουριασμένο φίδι και λουφάζει
όλα τ' ακούει, όλα τα μετράει
και λογαριάζει κέρδη και ζημίες
η πόλη δεν κοιμάται τις νύχτες
καμιά φορά αναστενάζει.

Μα και ποίηση γεμάτη από τις αγωνίες και τα γιατί του ώριμου ανθρώπου που αναζητά νοητική και όχι νοερή πορεία μέσα από την εμπειρία και τα αποστάγματα ενός παρελθόντος «ηρωικού» ή παρ’ ολίγον τέτοιου.     

Εμείς φτάσαμε μέχρις εδώ

μισοχορτάτοι

μισοδιψασμένοι

λίγο πριν απ’ την ικανοποίηση

λίγο πριν απ’ την επιτυχία

κάποτε παρ’ ολίγον ήρωες

κάποτε λιποτάχτες

πότε στα πρόθυρα της αυταπάρνησης

πότε στα πρόθυρα της προδοσίας

μα πάντα κάπως έτσι

ανολοκλήρωτοι.


******


Γι’ αυτό στις μέρες μας τα σχόλια με πληγώνουν.



Μιλώ για τους κριτές μας που μας βάζουνε προσεχτικά

–οργανισμούς προς έρευνα- με μια λαβίδα

σε μικροσκόπια υψίστης ακριβείας

και καταλήγουν με σαφέστατους προσδιορισμούς:

δειλία τόση

τόση ανευθυνότης

ροή συγκεχυμένων ιδεών

ελάχιστα κύτταρα ωριμότητος

αγωνιστικότης μάλλον ασήμαντος

ειδικόν βάρος πενιχρόν.


Οι καταβολές της σκέψης μελαγχολικές, μα πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς αφού η ποίηση της Αμαλίας Τσακνιά, φαίνεται να τρέφεται από μια συνείδηση που συναισθάνεται το ανθρώπινο χρέος μέσα από ένα αξιακό σύστημα το οποίο συνιστά ιδεολογία, την ιδεολογία του δικαίου.

Μεταμορφώσεις


Φαίνεται πως κι οι πιο μικροί

έχουνε τις μεγάλες τους ώρες.

Αθόρυβοι, ασήμαντοι και ταπεινοί

έρχεται μια στιγμή που μας ξαφνιάζουνε

γενναίοι, μεγαλόψυχοι κι ωραίοι.

Μόνο να μη γινόταν και τ’ αντίστροφο,

σαν οι μεγάλοι και οι εκλεκτοί

οι στυλοβάτες κι η παρηγοριά μας

έτσι κάποτε ξαφνικά και ανεξήγητα

μεταμορφώνονται σε όντα μικροσκοπικά

και κουρελιάζουν την εμπιστοσύνη μας

με κωμικές κι αβέβαιες χειρονομίες.

 
******


Η τελευταία ψήφος


Ευτυχώς με την ψήφο της Αθήνας

όλα τακτοποιήθηκαν.

Κι ο Ορέστης είχε εξουθενωθεί

και οι Ερινύες το ‘χαν παρακάνει.

Όσο για το θέμα της δικαιοσύνης

το συζητάμε αργότερα.

Έχουμε πίσω μας τόσους αιώνες.


ΛΙΓΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΠΟ ΕΔΩ: βιβλιο net 

Τσακνιά, Αμαλία, 1932-1984

Η Αμαλία Τσακνιά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932. Το 1950 αποφοίτησε από το Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων και εργάστηκε από το 1953 μέχρι το 1968 στη φαρμακευτική εταιρεία ΑΒΒΟΤΤ. Ήταν παντρεμένη με τον ποιητή και κριτικό Σπύρο Τσακνιά (1929-1999), με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Εύη. Το 1953 δημοσίευσε την εμπερίστατη ανθολογία "Κινέζικη ποίηση", την οποία δούλευε και εμπλούτιζε συνεχώς. Το 1977 κυκλοφόρησε, ιδίοις αναλώμασιν, συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της (έγραφε από παιδί) με τίτλο, "Το δέντρο". Μέχρι το θάνατό της (1984), μετά από επώδυνη ασθένεια, συνέχισε αδιαλείπτως να γράφει και να μεταφράζει ποίηση, πεζογραφία και θέατρο. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφραστεί στα γερμανικά, αγγλικά και σλοβένικα.