Οι Θεές της Ελένης Λαδιά – κριτική από το περιοδικό Νέα Εστία, γράφει η Ελένη Λιντζαροπούλου

 Τα μυθολογικά αρχέτυπα της Μητέρας και της Κόρης αναβιώνουν στο τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις της Εστίας. Με χειμαρρώδη, συγκινητική και πυκνή αφήγηση, η πολυβραβευμένη και πολυγραφότατη πεζογράφος μας, δημιουργεί ένα αριστούργημα λόγου, φορτισμένο και φορτωμένο από πλήθος αναμνήσεων, αναδιηγήσεων και πληροφοριών οι οποίες αποπειρώνται, και το πετυχαίνουν, να αναστήσουν εμπρός μας την Αρετή, την νεκρή μητέρα του κεντρικού προσώπου, της Έλλης, αλλά και την Ελλάδα μέσα από τους καπνούς των πολύ πρόσφατων και παλαιότερων ιστορικών της περιπετειών. Μετά τα «Άλση της Περσεφόνης», το προηγούμενο μεγάλο της Μυθιστόρημα, (Αρμός 1η έκδοση 1997 και 2η 2014), όπου Μητέρα και Κόρη ταυτίζονται εσωτερικά, σχεδόν ανεξήγητα, αναβαπτιζόμενες η μία στην αναγέννηση της άλλης ως αιώνια και αέναη αιτία ζωής, έρχονται «Οι Θεές» να επιβεβαιώσουν την «προφητεία» του πρόσφατα χαμένου ποιητή μας Ορέστη Αλεξάκη, ο οποίος έγραφε για τα «Άλση» ότι φαίνεται πως το βιβλίο συνεχίζεται πέραν του τέλους και έξω από τα όρια του, σημειώνοντας: «Πάντως η αφηγηματική δεινότητα της Λαδιά, μας παρασύρει σε τέτοιο βαθμό, ώστε παρακολουθώντας αυτές τις ιστορίες, ν’ αποξεχνιόμαστε μέσα τους, ακριβώς όπως και μέσα στην καθημερινότητά μας. Βγαίνομε και πάλι απ’ αυτές, όπως μέσα από ένα όνειρο. Στο τέλος του οποίου κρατάμε τη θαμπή εικόνα ενός δάσους, όπου οι τέσσερις μασκοφόροι συμποσιάζονται. Πρόκειται για μια «εισαγωγή στην Εορτή», κατά την οποία συντελείται η απόρριψη των προσωπίδων και η αποκάλυψη των προσώπων. Μια εισαγωγή που ανοίγει το δρόμο για την κυρίως Εορτή. Η οποία όμως συνεχίζεται προφανώς, έξω από τα όρια του βιβλίου, δηλ. πέραν του τέλους. Όπου, εκτός από τις προσωπίδες, αποβάλλονται τελικώς και τα πρόσωπα. Για ν’ αποκαλυφθεί στα μάτια των εκλεκτών, το υπέρτατο Μυστικό.». Ίσως αυτή να είναι η «κυρίως Εορτή», το ολοκαίνουριο ετούτο βιβλίο το οποίο έρχεται να φανερώσει το απόσταγμα της ωριμότητας της Ελένης Λαδιά. 


Αρχικό τοπίο η Μακεδονία, που θα μπορούσε να είναι ολόκληρη η ελληνική επαρχία, και αργότερα η Αθήνα. Εσωτερική μετανάστευση, ξεριζωμός, πόλεμος, εμφύλιος, εξορίες, δυστυχία, αγωνίες και αγώνες για την πρόοδο, πίκρες, προδοσίες και προσδοκίες. Όλος ο ανθρώπινος μόχθος αποτυπωμένος παραστατικά και συμβολικά, όπως μόνο η πένα μεγάλου δημιουργού μπορεί να το κατορθώσει, και γύρω του μύθοι, θρύλοι, δοξασίες και αλήθειες βαλμένα με τέχνη περισσή στο στόμα των γηραιών Μπαμπών, ενός σπουδαίου συγγραφικού ευρήματος που κυοφόρησε η γόνιμη φαντασία της Ελένης Λαδιά, για να μπορέσει να ενθέσει λειτουργικά, πειστικά αλλά και γοητευτικά στο βιβλίο της ένα πλήθος γνώσεων ζυμωμένων με το παρελθόν αυτού του τόπου. Πολυπρόσωπη αφήγηση, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, ρεαλισμός, ποιητική μελαγχολία, υπαρξιακές αναζητήσεις και ανάμεσά τους ο ισχυρός δεσμός της αγάπης και η δύναμη του θανάτου. Του θανάτου όμως που αμφισβητείται, που δεν είναι ακίνητος αλλά αποτελεί την γενεσιουργό αιτία της αφήγησης. Αφού δεν μπορώ να σε γεννήσω με το γέρικο σώμα μου, σκέφτεται η συγγραφέας – κόρη – στην αρχή του βιβλίου, απευθυνόμενη – μέσα στην θλίψη της – στην νεκρή της μητέρα, θα σε γεννήσω με το μυαλό μου, θα σε αφηγηθώ και θα σε Αναστήσω. Γλωσσικός πλούτος, δυνατή αφήγηση, τρυφεροί μονόλογοι και πολύτιμα αισθήματα, είναι κάποια μόνον από τα στοιχεία αυτού του τελευταίου έργου της συγγραφέως που, για όσους παρακολουθούν την πορεία της, βρίσκεται στην πιο μεστή και γόνιμη περίοδο της δημιουργίας της. Στις 176 σελίδες του καλαίσθητου αυτού βιβλίου, με το εξαιρετικό εξώφυλλο το οποίο κοσμεί κολάζ της συγγραφέως με ρόδι που διαπερνά χρυσή πόρπη, το παρόν διαπλέκεται με το παρελθόν και η τριμερής διήγηση, της Μητέρας, της Κόρης και των Μπαμπών, υφαίνει ένα από τα αριστουργήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Η γλώσσα της Ελένης Λαδιά, ενώ διατηρεί την ποιότητα της αντλώντας από τις ανεξάντλητες δεξαμενές της Ελληνικής, σ’ αυτό το βιβλίο επιλέγει να είναι πιο σύμφωνη με τα μέτρα των ηρώων της. Γίνεται συχνά καθημερινή, παραμένοντας όμως πεντακάθαρη και ποικίλη, για να τιμήσει έτσι τα πρόσωπα που της δίνουν υλικό δημιουργίας. 

Κεντρικά πρόσωπα μία ηλικιωμένη ευφάνταστη κόρη η οποία φροντίζει με απόλυτη αφοσίωση την υπέργηρη μητέρα της, που, αν και πιο γήινη, διαθέτει έναν αμέτρητο ψυχικό πλούτο και μιαν ευαισθησία που την κάνει να ψιθυρίζει μελαγχολικά: «έχω μια κοσμική θλίψη», ραίνοντας την φαντασία της συγγραφέως με αξεδιάλυτους συλλογισμούς και αποκαλύπτοντάς μας μια χαρισματική και προικισμένη προσωπικότητα η οποία κληροδότησε στην κόρη της τόσα ταλέντα. Η Αρετή, σ’ αυτό το ελκυστικό, ευφυές και τρυφερό βιβλίο, αγαπήθηκε τόσο απόλυτα από την κόρη της Έλλη, σχεδόν ανάλογα με την μητρική αγάπη που της χάρισε εκείνη, ώστε – μέσω της αγάπης – έγινε αθάνατη βοηθώντας την συγγραφέα να αποτυπώσει τόσο την μεταφυσική και την αιτιότητα των ιδεών όσο και την φυσική και την πραγματικότητα των αισθημάτων. 
Η αφήγηση τελειώνει με ένα δείπνο. Σ’ αυτό παρακάθονται τρεις ακόμη γυναίκες οι οποίες έχουν ισχυρούς δεσμούς με την Ελευσίνα αλλά και με τις μητέρες τους, οι ελευσίνιες. Τρία πραγματικά πρόσωπα τα οποία γνώρισαν την αγάπη και τον πόνο, αφού και οι τρεις έχουν λατρέψει και απωλέσει το άτομο που για κείνες είναι ιερό, την μητέρα τους. Συμβολικά τις συνδέει σε αυτή τους την συνάντηση η Αρετή, η οποία, στο τέλος του βιβλίου, μεταβάλλεται σε σύμβολο, στην Μητέρα όλων. Μητέρα και Κόρη, Κόρη και Μητέρα, σε έναν άρρηκτο και μυστηριακό κύκλο ζωής και αιωνιότητας. Σε έναν μυστικό δείπνο στον οποίο είμαστε καλεσμένοι όλοι. Όχι μόνον οι ελευσίνιοι, αλλά και οι μύστες της γραφής και των αισθημάτων